- τερατοσκοπία
- τερατοσκοπίᾱ , τερατοσκοπίαinterpretation offem nom/voc/acc dualτερατοσκοπίᾱ , τερατοσκοπίαinterpretation offem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τερατοσκοπία — Είδος μαντείας των αρχαίων Ελλήνων. Οι μάντεις που την ασκούσαν ονομάζονταν τερατοσκόποι, τερασκόποι, συμβολομάντεις ή συμβολοδείκτες. Πρόλεγαν το μέλλον ερμηνεύοντας τα τέρατα και τα σημεία, δηλαδή τα έκτακτα και ασυνήθιστα ουράνια και φυσικά… … Dictionary of Greek
τερατοσκοπίας — τερατοσκοπίᾱς , τερατοσκοπία interpretation of fem acc pl τερατοσκοπίᾱς , τερατοσκοπία interpretation of fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερατοσκοπίαις — τερατοσκοπία interpretation of fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τερασκοπία — ἡ, Α βλ. τερατοσκοπία … Dictionary of Greek